Φρέσκα

για τον Αχιλλέα Μέντζο του Κρόνου

Ο Κρόνος στα πρώτα χρόνια του Αχιλλέα Μέντζου (τελευταίος δεξιά με το κίτρινο μπουφάν στο χέρι. Σκόρπια ονόματα. Μαρκαντωνάτος, Στρατής, Μπαρμπερίδης, Στίγγας, Ζαννής, «Τάσακας» Καζαντζίδης, Κολοτούρος, Τρακάδας, Πολέμης. Χατζηανδρέου «Γιώργαρος», Γκουγκουλής, Πιπίνης Κοκκόσης, Μωυσίδης, Μανικαίοι, Θεοδωρόπουλος, επάνω στην εξέδρα με τη τσάντα στον ώμο η Νάντια, Καρδάσης…στο ανοιχτό του Μίλωνα

«Η αληθινή ζωή είναι σαν χίλιες επαναλαμβανόμενες στιγμές θανάτου. Ζούμε ξανά το βίο μας σε μια μοναδική στιγμή. Μόνο που ο θάνατος θ’ αναβληθεί άπειρες φορές, ώσπου να ’ρθει η τελική αναμέτρηση και η οριστική αποδοχή του ονείρου. » – Μάνος Χατζιδάκης

του Χρήστου Πιπίνη

Δύσκολες ώρες! Το μαντάτο ήρθε, θλιβερή επιβεβαίωση του αναμενόμενου. Πάει ο Αχιλλέας. Οι τελευταίες ημέρες όλο και συννέφιαζαν. Οι πληροφορίες ερχόντουσαν βαριές, ανελέητες. Στην εντατική ακόμα…λίγο καλύτερα…ίσως βγει…μπήκε πάλι…άσχημα τα πράγματα…άντε να δούμε…είναι παλίκαρος θα τα καταφέρει…
1977. Ένα χρόνο μετά τη δημιουργία του Κρόνου, ο πρώτος προπονητής του Συλλόγου, ο αγαπημένος Νικολάκης Τσοσκούνογλου έπρεπε να φύγει. Είμασταν υποχρεωμένοι να ψάξουμε για καινούργιο προπονητή. Ποιον θα παίρναμε όμως; Το Σωματείο ήταν καινούργιο και οι ονειροπόλοι νεαροί διοικούντες ούτε γνωριμίες  ούτε λεφτά είχαν. Έφτανε η καλή διάθεση και τα όνειρα; Έφταναν και περίσσευαν…
Τακτικότατοι θεατές στις εξέδρες του κλειστού (ένα από τα ελάχιστα κλειστά της Αθήνας) γηπέδου του Μίλωνα Ν. Σμύρνης, όπου ξεκινούσαμε ποδαράτοι από το Μπραχάμι να σπρώξουμε το βράδυ παρακολουθώντας  κανένα τοπικό ντέρμπυ Αθηναϊκού μπάσκετ, με πρωταγωνιστές τα συνοικιακά είδωλα της εποχής.
Ένας από αυτούς ο Αχιλλέας. Πασίγνωστος, παικταράς, με πλούσια σωματικά προσόντα, αληθινός ηγέτης, έπαιζε με πάθος και όπως γράφει ο Βασίλης Σκουντής στο ωραίο κείμενό του για τον Μέντζο, » ήταν αυτό που πολύ αργότερα έμελλε να λανσαριστεί ως μεταμοντέρνος μπασκετικός όρος: point forward! Eνα τεσσάρι με πολύ υψηλό δείκτη ευφυίας, μανούλα στο να διαβάζει το παιχνίδι, με εξαιρετικά τελειώματα, με μεγάλη ικανότητα στην πάσα και στα διαγώνια κοψίματα μέσα στη ρακέτα.»
Για την μεγάλη μπασκετική του αξία, ο Τάσος Φαληρέας στο πολύ ωραίο βιβλίο του «Χαριστική βολή» αναφέρει ότι ο Μέντζος ήταν ένας από τους ιδιαίτερα ποιοτικούς, παίκτες που λόγω κακών συγκυριών δεν κατάφερε να παίξει Εθνική,  παρά τα φοβερά προσόντα του.
Αυτός  λοιπόν έπρεπε να ήταν ο νέος προπονητής μας. Αυτά τα χαρακτηριστικά μας ταίριαζαν.
Τον περιμέναμε στις εξέδρες να τελειώσει την προπόνηση του Εφηβικού τμήματος του Μίλωνα που ήταν προπονητής και του ζητήσαμε να μιλήσουμε. Δέχτηκε πολύ ευγενικά και χωρίς να  γνωρίζει καθόλου ούτε εμάς ούτε τον Κρόνο, άκουσε την πρότασή μας. Του μιλήσαμε για τους στόχους και τα όνειρά μας για την ομάδα. Το μόνο που μας ρώτησε ήταν «γιατί εμένα;». Η απάντησή μας…»γιατί μας αρέσει το μπάσκετ που παίζεις και μάλλον ταιριάζουνε τα χνώτα μας». Αυτό ήταν. Χαμογέλασε και μας ρώτησε:
«από παίκτες πως πάμε;»
«λίγα πράγματα, δυο τρεις καλούτσικους και μερικούς εκκολαπτόμενους…»
«…και επίσης, δεν υπάρχουν και φράγκα για καμμιά μεταγραφούλα»
«κατάλαβα…μη σας νοιάζει, θα το ξεπεράσουμε»
Ήταν η αρχή μιας μακροχρόνιας μπασκετικής πορείας γεμάτης συγκινήσεις, εντάσεις, εναλλαγές συναισθημάτων, μα πάνω απ’ όλα μιας δυνατής φιλίας που κράτησε για πάντα.
Με τον Αχιλλέα στο τιμόνι της ομάδας καταφέραμε ένα θαύμα! Ήταν ο ορισμός του «πως δενότανε τ’ ατσάλι». Χωρίς γήπεδο, χωρίς «μπατζετ», με μύριες δυσκολίες, αρνητικό συνοικιακό περιβάλλον, παίκτες, διοίκηση, προπονητής μέσα σε μια δεκαπενταετή περίπου πορεία  και μέσα σ’ ένα εκπληκτικό κλίμα αγάπης , αυταπάρνησης, αλληλεγγύης και κοινής πίστης στο όνειρο, χτίσαμε βήμα βήμα μια αξιοθαύμαστη ομάδα που συνεχώς εξελισσόταν, μεγάλωνε και κατάπινε τις κατηγορίες. Ο Αχιλλέας, συνοδοιπόρος,καπετάνιος στα δύσκολα, μπροστάρης, πραγματικός ηγέτης. Τίποτα δε γινόταν χωρίς τη συννενόηση μαζί του, Αποφασιστικός, έξυπνος, ανοιχτόκαρδος, ακέραιος, τσαντίλας όταν δεν του έβγαινε το παιχνίδι, παθιασμένος στο πάγκο, άριστος ψυχολόγος…ένα γνήσιο μπασκετικό ταλέντο, μια σπάνια προσωπικότητα.
Για το χαρακτήρα του Μέντζου, δεν υπάρχουν λόγια. Για την Αρχοντιά, το κιμπαριλίκι, την τιμιότητα και την ντομπροσύνη του μιλάνε τα εκατοντάδες σχόλια που διαβάζουμε. Να προσθέσουμε την ισχυρογνωμοσύνη που αρκετές  φορές τον διέκρινε, που είχε όμως το μεγάλο προσόν, να κατανοεί το πιθανό λάθος και να κάνει πίσω.
Σ΄ όλη του τη ζωή είχε δίπλα του είχε άξιο συμπαραστάτη τη Νάντια. Αγαπημένη σύντροφο της ζωής του, στο σπίτι, μάνα της Αφροδίτης και του Νάσου, μόνιμη θεατής και εμψυχωτής  απ’ τις εξέδρες των γηπέδων και στα μεθεόρτια των νικών. Μαζί με τον Αχιλλέα και η Νάντια.
2017. Σίφνος. Βαθύ…στο καφενείο στη Σούδα του Γρηγόρη. 19 Ιουλίου. Παραμονή του Προφήτη Ηλία. Ω! του θαύματος!, παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά μας ο Αχιλλέας. Δεν τον περιμέναμε επειδή γνωρίζαμε την περιπέτεια της υγείας του. Όμως τήρησε το έθιμο.. Γίγαντας, λίγο καταπονημένος, αλλά όπως πάντα χαμογελαστός , κεφάτος και με διάθεση για κουβέντα και κοινωνική κριτική. Μπορεί να μην ανεβήκαμε τα 680 μέτρα του υψόμετρου του Προφήτη, ήπιαμε όμως καφέδες απολαμβάνοντας τη θέα της θάλασσας από την οθόνη που σχηματίζει το άνοιγμα του στενού του καφενείου προς τον κόλπο του Βαθιού. Αργότερα στην αυλή του σπιτιού κάτσαμε  με την Αφροδίτη, τον Περικλή και τα εγγονάκια να πηδοβολάνε γύρω μας συζητώντας για την περιπέτεια της υγείας του. Ήταν φανερή η αγωνία και η συγκίνηση της Νάντιας. Προς το μεσημέρι ξαναβρεθήκαμε στο Τσικάλι για μεσημεριανό. Αυτή τη φορά με την παρουσία του Νάσου και της Φεζ που μόλις είχαν έρθει.
Αυτή ήταν η  συνάντηση που έμελλε να ήταν και η τελευταία. Όχι όπως τη συνηθίζαμε τα προηγούμενα καλοκαίρια με την επιβλητική παρουσία του Αχιλλέα στο γενικό πρόσταγμα του μενού και στις εκπληκτικές αστακομαρονάδες στο μαγαζί του Καπετάν Ανδρέα, αλλά σαν ένας ήρεμος με τους αγαπημένους του και εαυτό του Αχιλλέας, όπου σε λίγο καιρό θα έπρεπε ν’ αναμετρηθεί στο τελευταίο ντέρμπυ της ζωής του.
Στην Δεσφίνα του Παράδεισου που βρίσκεται τώρα, είναι σίγουρο ότι θα έχει συναντήσεις υψηλού επιπέδου. Ο άλλος αγαπημένος φίλος,  Γιάννης Τρακάδας, έφαγε τον κόσμο να βρει το καλύτερο κρασί. Γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κουμπάρος του, είναι ιδιαίτερα εκλεκτικός σ’ αυτά τα θέματα.
Δύναμη και κουράγιο στη Νάντια και την αγαπημένη του οικογένεια. Έχουν την αγάπη και την αμέριστη συμπαράσταση μας.