Φρέσκα

Ελπίδα

του Χρίστου Σαπρίκη

*ελπίδα η [αρχ. ελπίς]: α.η σχετική ή απόλυτη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι | ό,τι ελπίζει, προσδοκά κάποιος. β. το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο ελπίζει κάποιος κάτι.

 

Ελπίδα: Μια λέξη με δύναμη. Φορτισμένη με θετική ενέργεια. Μια λέξη που μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους. Να βοηθήσει να ανατραπούν δεδομένες καταστάσεις.

*ελπίδα η [αρχ. ελπίς]: Kαμιά ελπίδα σωτηρίας δεν έχουν. Kαμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Διαψεύδεται η ελπίδα. Φρούδες ελπίδες, μάταιες, ανώφελες.

 

Ελπίδα: Μια λέξη που έχει μέσα και το σπέρμα της απογοήτευσης. Μια λέξη που μπορεί να αδειάσει γρήγορα απ’ την ενέργειά της. Και στην πολιτική η ελπίδα γρήγορα μπορεί να διαψευστεί.
Σ’ έναν κόσμο που τρέχει η θεωρία της «καμένης γης» γρήγορα σταματάει να αποτελεί ένα βολικό άλλοθι ακόμα και για τους «πιστούς».

 

«Βιάζεσαι – βιάζεσαι!!!» Φωνάζουν από απέναντι.

 

Δεν βιάζομαι καθόλου. Έχω πολύ μεγάλη υπομονή. Η καθημερινότητα όμως βιάζεται. Αυτή επιβάλλει τους ρυθμούς της και όχι η επιθυμία η δική μου…

 

*ελπίδα η [αρχ. ελπίς]: H ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, για να δηλώσουμε ότι ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή.

 

…αλλά αν πεθάνει τι μπορεί να βάλει κανείς στη θέση της;

 

*Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη