Φρέσκα

Θεσσαλονίκη, η πόλη του έρωτα (10)

της Βιτάλια Ζίμμερ

 

Χρειάζομαι ένα σοκ

 

Κοιμήθηκα τουλάχιστον 3 ώρες. Το jet lag είναι ακόμα εδώ. Άλλες δύο ημέρες το πολύ και θα συνηθίσω. “Πάω στο δωμάτιό μου να ετοιμαστώ. Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και μετά να δω τι θα βάλω” … “Ωραία. Θα κάνω κι εγώ ένα μπάνιο και θα ετοιμαστώ. Νομίζω ότι θα είμαι πιο γρήγορος. Θα σου χτυπήσω.” … “Δεν θα ανοίξω…”

Φεύγω, πάω στο δωμάτιο και ξεκινάω να δω τι θα φορέσω. Δεν έχω βγάλει τα πράγματα από τις βαλίτσες. Μέσα σε μισή ώρα έχω τακτοποιήσει τα πάντα στις κρεμάστρες. Εντοπίζω πρόβλημα. Δεν έχω και πολλά επίσημα ρούχα. Είναι σχεδόν όλα για διακοπές. Τι θα φορέσω απόψε; Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη σκέψη μου και μου χτυπάει την πόρτα. Φυσικά ανοίγω. Είναι ο Κωνσταντίνος. “Να παραγγείλω ένα χυμό;” … “Προτιμώ έναν ελληνικό” μου απάντησε. Παραγγέλνω δύο ελληνικούς. “Θα μπω για μπάνιο.”

Βγαίνω από το μπάνιο και βλέπω τους δύο ελληνικούς άθικτους. Με περίμενε. Δεν ήπιε καθόλου. Πίνω λίγο καφέ. Θα κάνει το ίδιο. Ξεκινάω με τη βούρτσα να ξεμπλέξω τα μαλλιά μου. Την παίρνει από τα χέρια μου. Θα το κάνει εκείνος. Αργά, πολύ αργά. Πότε με τα χέρια, πότε με τη βούρτσα. Χάδι στο χαλασμένο μου κεφάλι. Ένα περίεργο μασάζ στο κεφάλι. Άκρως υπνωτικό και όμορφο. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Συνήθως όλοι με κοιτάνε αλλού. “Τι να φορέσω;” … “Κάτι απλό. Δεν πάμε σε δεξίωση.” … “Θα βάλω ένα φόρεμα.” … “Βάλε ένα απλό παντελόνι και μία μπλούζα” Δεν μπορώ ακόμα να ντυθώ μπροστά του. Ντρέπομαι. Θα πάω στο μπάνιο. Με προλαβαίνει όμως. Πάω στο δωμάτιό μου για να αλλάξεις. Θα σε περιμένω. Φεύγει. Άλλο ένα φιλί, πρόχειρο κι αυτό. “Θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο.” … “Μην πας. Θέλω να πάμε μαζί. Να περπατήσουμε στην Παραλία” … “Περιμένω δίπλα”.

Ντύθηκα μέσα δύο λεπτά. Ένα παντελόνι λευκό και μία μπλούζα φαρδιά με στραβό λαιμό. Θα βαφτώ με προσοχή. Όχι υπερβολές όμως. Είναι καλοκαίρι. Φοράω και τα ψηλά μου παπούτσια, τις αγαπημένες πλατφόρμες. Παίρνω το μικρό τσαντάκι και πάω δίπλα. Χτυπάω. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. “Μια στιγμή! Θέλω το άρωμά σου.” Φόρεσα το άρωμά του. Από τότε φοράω το ίδιο. Φεύγουμε.

Περπατάμε χέρι χέρι στην Παραλία της Λεωφόρου Νίκης. Επιτέλους. Από μικρή έβλεπα τα ζευγάρια να το κάνουν. Πάντα μου άρεσε αυτή η εικόνα. Τώρα είμαι μέρος αυτής της αυθεντικής εικόνας της Θεσσαλονίκης. Με έναν Αθηναίο! Φτάνουμε στο αυτοκίνητο, μία Mercedes. Φεύγουμε για Θέρμη. Στο δρόμο θα σταματήσουμε να πάρουμε ένα κουτί γλυκά. Το ερώτημα είναι αν θα δώσουμε κοινό δώρο. Είμαστε ζευγάρι; Η Μαρία θα το ήθελε. Αν πάρω κι εγώ ένα κουτί γλυκά θα το χαλάσω. Το βρήκα! Θα πάρω λουλούδια. Επιτέλους θα δώσω λίγα χρήματα κι εγώ. Θα πάρω μία ανθοδέσμη. 21 τριαντάφυλλα σε βυσσινί χρώμα. Συνεχίζουμε για τη Θέρμη. “Θέλω να περάσεις από τον Άγιο Δημήτριο. Θέλω να δω τη γειτονιά μου. Σε παρακαλώ…” … “Αυτό απαιτεί ένα μικρό κύκλο. Το έκανε όμως. Πάει σιγά σιγά. “Κάνε λίγο στην άκρη. Δεν θα αργήσουμε.” Περπατήσαμε λίγα μέτρα μέχρι το σπίτι μου. Εδώ μεγάλωσα. Πάνε αρκετά χρόνια που το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει με τα λίγα που είχαμε για να φορτωθούν για Αμερική. Η σκηνή της οριστικής εγκατάλειψης της Θεσσαλονίκης ήταν πληγή στην ψυχή μου. Εκείνη τη στιγμή νόμισα ότι θα πεθάνω. Αφήναμε τη μιζέρια με στεναχώρια όμως. Λες και η φυλή μου είναι καταραμένη. Μια ζωή αλλάζαμε τόπο. Εβραία της διασποράς. Μα και Ελληνίδα, και Γερμανίδα. Τελικά δεν είμαι τίποτα. Οι άνθρωποι που έχουν πολλά χαρακτηριστικά υστερούν σε σχέση με αυτούς που έχουν μία καθορισμένη ταυτότητα. Νιώθω μειονεκτικά. Δεν είμαι τίποτα. Ούτε Ελληνίδα, ούτε Εβραία, ούτε Γερμανίδα. Ένα κορίτσι είμαι με περίεργο κεφάλι. Χάθηκα πάλι. Απομονώθηκα από το περιβάλλον. Επιτέλους, χρειάζομαι ένα σοκ. Ήρθε το σοκ. Ήταν ένα παθιασμένο φιλί, στη μέση του δρόμου. Επιτέλους! Είμαι ερωτευμένη… Πλέον, τα έχω όλα στη ζωή μου…

Συνεχίζεται…